Κείμενο εισήγησης στην εκδήλωση“6 Δεκέμβρη – ημέρα αντίστασης και μνήμης ενάντια στην κρατική καταστολή και οι απαντήσεις του κινήματος”.

Στις 6/12 ο αστυνομικός φρουρός Επαμεινώνδας Κορκονέας δολοφονεί εν ψυχρώ τον 15χρονο Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο στα Εξάρχεια, στη συμβολή των οδών Μεσολογγίου και Τζαβέλα. Η δολοφονία του 15χρονου μαθητή ήρθε να προστεθεί στον κατάλογο των κρατικών δολοφονιών μαζί με τα ονόματα του , επίσης, 15χρονου Μιχάλη Καλτεζά, του Ιάκωβου Κουμή και της Σταματίνας Κανελλοπούλου. Ο Κορκονέας και ο Σαραλιώτης, όπως παλαιότερα ο Μελίστας (Καλτέζας 1985), δεν ήταν ο “τρελός” της αστυνομίας, αλλά το ένοπλο χέρι της λογικής της: “Εγώ είμαι το κράτος”. Δεν είναι οι εξαιρέσεις των επονομαζόμενων «μεμονωμένων περιστατικών», αλλά οι ήρωες του καθεστώτος που αποτελούν την προσωποποίηση του κτήνους. . Η κοινωνική οργή ξεχείλισε και η βίαιη εξέγερση που ακολούθησε διέλυσε τις όποιες αυταπάτες, ότι το υπάρχον καθεστώς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας βασίζεται στη συναίνεση της κοινωνίας.

Η πρωτοφανής εξέγερση που ακολούθησε τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου έφερε σιωπή και αμηχανία σε αυτούς που πίστευαν ότι είναι αδύνατη μια τόσο μαζική κοινωνική αντίδραση. Έφερε το καθεστώς σε τόσο δύσκολη θέση, που αναρωτιόντουσαν όλοι αν πρέπει να επιβληθεί στρατιωτικός νόμος. Το βάθος και η έκταση των γεγονότων ήταν αποτέλεσμα συσσωρευμένης κοινωνικής οργής που υπόβοσκε εδώ και χρόνια στους κόλπους της κοινωνίας.

Αμέσως μετά την δολοφονία πλήθος ετερόκλιτων υποκειμένων βρέθηκε στους δρόμους εκφράζοντας την δίκαιη οργή του απέναντι στην κρατική δολοφονία και στην κατασταλτική επίθεση σε αγωνιζόμενα κομμάτια της κοινωνίας και οι πρώτες συγκρούσεις άρχισαν σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας φανερώνοντας τα πρώτα σημάδια της εξέγερσης που θα ακολουθούσε. Η εξέγερση, πλέον, δεν θα ήταν ουτοπία. Σειρά πήραν οι καταλήψεις σε σχολεία,  πανεπιστήμια,  δημόσια κτίρια (π.χ. δημαρχεία) , στη ΓΣΕΕ, όπου αποτέλεσαν τόπους συνάντησης των αγωνιζόμενων και τόπους πολιτικής ζύμωσης ανθρώπων από διαφορετικές κοινωνικές και ταξικές αφετηρίες, που ψηλάφιζαν ζητήματα αυτοοργάνωσης και το πώς οραματίζονται έναν νέο κόσμο ισότητας και αλληλεγγύης. Απέναντι στη θωράκιση του κράτους, το κίνημα μπόρεσε και δημιούργησε δομές, βάζοντας τις ρωγμές εκείνες που θα μπορούσαν να αποτυπώσουν την αλληλεγγύη των από τα κάτω συγκροτώντας τα υλικά αντι-παραδείγματα που έπρεπε να ανθίσουν. Η εξέγερση του Δεκέμβρη, λοιπόν, ήταν ένα καλό μήνυμα για ότι πρόκειται να επακολουθήσει. Και το μήνυμα το είχαν λάβει σε όλο τον πλανήτη: αυτή η εξέγερση ήταν μόνο η έναρξη μιας μεγαλύτερης και σφοδρότερης κοινωνικής σύγκρουσης.

Η δολοφονία του Γρηγορόπουλου ήρθε ως επιστέγασμα της οξυμένης κρατικής καταστολής στους αγώνες εκείνης της περιόδου και σηματοδοτεί μια νέα πολιτική εκ μέρους του κράτους με αυτήν την εντατικοποίηση της αυταρχικότητας και της καταστολής ορίζοντας το πέρασμα σε μια ακόμα πιο κτηνώδη επιβολή της στον κοινωνικό ιστό. Ένα χρόνο πριν, κατά τη διάρκεια των φοιτητικών κινητοποιήσεων ο τότε Υπουργός Δημόσιας Τάξης Βύρων Πολύδωρας θα δηλώσει πως οι αστυνομικοί που δέχονται επιθέσεις έχουνε ευαίσθητο νευρικό σύστημα, και μπορεί να βγάλουνε και όπλο, υπονοώντας τη χρήση ένοπλης βίας. Μετά από εκείνη την προειδοποίηση η δολοφονία Γρηγορόπουλου απλά ήρθε να επιβεβαιώσει τα λεγόμενα του Υπουργού.  Η χρονική συγκυρία αυτής της δολοφονίας έρχεται ως επιστέγασμα στις φοιτητικές κινητοποιήσεις του ’06-’07 και στην απαρχή της οικονομικής κρίσης στον ελλαδικό χώρο και με την εξέγερση του ’08  εγκαινιάζεται μια ”νέα εποχή” στην Ελλάδα, με την επίθεση στον ακατάσχετο καταναλωτισμό και την επίπλαστη ευημερία, στη κανονικότητα, στο πολιτικό καθεστώς. Γι’ αυτό και ήρθε να αναπτύξει το ερώτημα του πως θα συνεχίσουμε να ζούμε, σε μια στιγμή που η οικονομική ευημερία ήταν στην πιο ολοκληρωμένη της φάση. Γι’ αυτό και επέλεξε να καταστρέψει: γιατί η αφθονία των εμπορευμάτων αποτύπωνε την ανυπόφορη φτώχεια της ζωής· γιατί η φτώχεια ήταν, και εξακολουθεί να είναι, πριν απ’ όλα υπαρξιακή. Ταυτόχρονα και με το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής καπιταλιστικής κρίσης χρέους ανθίζουν τα κοινωνικά κινήματα και ανταποκρίνονται στο σινιάλο της εξέγερσης του ’08 και την ακραία έκρηξη πολιτικοποίησης που πήρε μέρος στο δημόσιο χώρο της χώρας. Με την επανοικειοποίηση του δημόσιου χώρου εμφανίστηκαν με κραυγαλέο τρόπο οι ταξικές αντιθέσεις μιας υπνωτισμένης κοινωνίας που ζούσε υπό τη ψευδαίσθηση της εθνικής ”ενότητας”. Το 2008 οι εξεγερμένοι έστειλαν το μήνυμα ότι η δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου δεν ήταν ένα απλό ατύχημα, αλλά η ολοκληρωμένη αποτύπωση της ουσίας του κράτους και της θανατοπολιτικής του. Άμεσος, έμμεσος, ύπουλος, αυτοκτονικός, αυτοί οι σημαντικοί θάνατοι που αποπνέουν την κυρίαρχη ιδεολογία ότι κάπου στο βάθος φταίμε κι εμείς για τον θάνατό μας. Το κράτος που δολοφονεί καθημερινά, άλλοτε με σφαίρες και άλλοτε με τις πολιτικές του, που  καταδικάζει ανθρώπους στη φτώχεια και στην εξαθλίωση, που παίρνει μέτρα νεοφιλελεύθερης προσαρμογής όπως τα έπαιρνε και τότε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, με ιδιωτικοποιήσεις, κατάργηση του 8ώρου, αύξηση του ορίου ασφαλίσεων, συρρίκνωση του ασφαλιστικού συστήματος χάνοντας στην πραγματικότητα την κοινωνική συναίνεση και έχοντας ως μόνο μέσο για τη διασφάλιση της κοινωνικής υποταγής την αστυνομική βία, την αστυνομοκρατία και την τρομοκρατία.

Το κράτος παρά το αρχικό του σάστισμα σχεδίασε και υλοποίησε μέτρα αντι-εξέγερσης που στόχο είχαν να εκτονώσουν την κοινωνική οργή από τη μία, αλλά και την άσκηση ωμής καταστολής και τρομοκρατίας. Από την άλλη μεριά, οι αγώνες των εξεγερμένων φανέρωναν με τον πιο εμφατικό τρόπο πως οι μέρες της παραίτησης και της υποταγής είχαν επέλθει ανεπιστρεπτί καθώς η ζωντάνια, η συντροφικότητα και η οικειοποίηση του δημόσιου χώρου αποτελούσαν έντονα χαρακτηριστικά εκείνων την ημερών. Χιλιάδες μαθητές μπόρεσαν και είδαν τον εαυτό τους στο πρόσωπο του δολοφονημένου μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, προβαίνοντας άμεσα σε καταλήψεις των σχολείων τους, επιθέσεις στα  Α.Τ. των περιοχών τους και έχοντας καθημερινή παρουσία στο δρόμο συγκρουόμενοι με τις δυνάμεις καταστολής αψηφώντας την τρομοϋστερία και την τρομολαγνία, που προσπαθούσε να επιβάλει η ελληνική κυβέρνηση για να αποσυμπιέσει τα εξεγερτικά χαρακτηριστικά , με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τις πάνω από 250 συλλήψεις και τις εκατοντάδες «προληπτικές»  προσαγωγές , αλλά και την ωμή βία των ένστολων δολοφόνων της ΕΛ.ΑΣ. Αυτά, βέβαια, ήταν μόνο η αρχή του τι θα ακολουθούσε τα επόμενα χρόνια ως και σήμερα. Διώξεις και επικηρύξεις αγωνιστών, επιθέσεις και εκκενώσεις καταλήψεων και αυτοδιαχειριζόμενων χώρων, βασανιστήρια από αστυνομικούς σε μετανάστες και αγωνιστές για απόσπαση DNA και σπάσιμο του τσαμπουκά , προφυλακίσεις αγωνιστών χωρίς στοιχεία με κατασκευασμένα κατηγορητήρια, θωράκιση του κράτους έκτακτης ανάγκης, υποταγή στο δόγμα «τάξη και ασφάλεια», ωμή και απροκάλυπτη βία των αστυνομικών ταγμάτων εφόδου, συνεργασία για την καταστολή με τους παρακρατικούς φασίστες της Χρυσής Αυγής ή όποιους άλλους «χρήσιμους ηλίθιους» και η λίστα για την ωμότητα της καταστολής δεν έχει τελειωμό.  Στον αντίποδα όλων αυτών οι εξεγερμένοι έχοντας και τη στήριξη της κοινωνικής πλειοψηφίας παρέμειναν στο δρόμο και για 3 εβδομάδες ο μύθος της κοινωνικής ειρήνης και συναίνεσης είχε καταρρεύσει καθώς η νόμιμη και δίκαιη αντι-βία ήταν πολύτιμο όπλο στα χέρια των εξεγερμένων αμφισβητώντας έμπρακτα και σπάζοντας το μονοπώλιο της βίας του κράτους.

Στον απόηχο όλων αυτών, ο Δεκέμβρης μπόρεσε και συσπείρωσε πλήθος κόσμου στον αναρχικό-αντιεξουσιαστικό χώρο, καθώς αυτός ο χώρος ήταν που έδωσε τον πιο δυναμικό τόνο κατά τη διάρκεια της εξέγερσης και μπόρεσε να πυροδοτήσει αντιστάσεις, βάζοντας ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά ακηδεμόνευτων αγώνων και θέτοντας τη βάση για τα συλλογικά αυτοοργανωμένα εγχειρήματα που θα ακολουθούσαν. Εγχειρήματα, τα οποία αποτέλεσαν χώρους εδαφικοποίησης των αγώνων μακριά από ιεραρχικές και πρωτοποριακές λογικές, που τότε απαξιούσαν για το νόημα της εξέγερσης. Κομμάτια της Αριστεράς, μιλούσαν για προβοκάτορες και κουκουλοφόρους, γιατί πολύ απλά, αυτοί οι «κουκουλοφόροι» δεν ελέγχονταν από την κομματική ιεραρχία, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την δήλωση της γ.γ. του ΚΚΕ πως “στην πραγματική λαϊκή εξέγερση δεν πρόκειται να σπάσει ένα τζάμι” , επιβεβαιώνοντας την ταυτότητα που δικαίως διεκδικεί το ΚΚΕ, του ”περιφρουρητή” της αστικής δημοκρατίας. Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ, αν και πήρε σημαντικό μέρος στη διάρκεια της εξέγερσης του Δεκέμβρη, προκειμένου να εξαργυρώσει ψήφους από κομμάτια του α/α χώρου, όπως αποδείχτηκε, έμεινε σε μια στείρα καταγγελιολογία ενάντια στην τότε κυβέρνηση και δείχνοντας τα ρεφορμιστικά χαρακτηριστικά του τονίζοντας πως αυτό που χρειάζεται-και μέσα στον απόηχο της εξέγερσης- είναι μεταρρυθμίσεις για την αλλαγή της εξουσίας.

Αυτό που δεν μπόρεσε να αποτυπωθεί καθαρά κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Δεκέμβρη ήταν οι προοπτικές του κινήματος σε ένα μακροπρόθεσμο μέλλον, καθώς και το ξεπέρασμα του αυθόρμητου χαρακτήρα, που καλώς είχε. Η μαχητικότητα, η ζωντάνια, η αυταπάρνηση και τα αντανακλαστικά του α/α χώρου ήταν που τον έκαναν να έχει την πολιτική ηγεμονία και να επηρεάσει τα γεγονότα της εξέγερσης. Ο αφορμαλισμός και τα αυθόρμητα χαρακτηριστικά, που δεν μπορούσαν να χαράξουν ένα πολιτικό στρατηγικό πλάνο και συλλογικές αφηγήσεις πάνω στην πολιτική, κοινωνική και οικονομική δημόσια σφαίρα έδειξαν τα όρια του κινήματος εκείνη την εποχή. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το κίνημα του Δεκέμβρη να υποταχθεί σε πρωτόλειες πολιτικές έννοιες. Έμεινε σε ένα αντιμπατσικό επίπεδο, κυρίως εστιασμένο στο μένος ενάντια στην αστυνομία και παρέμεινε διασπασμένο στις γειτονιές , όπου ο βασικός κορμός του, οι μαθητές, πολιορκούσαν τα αστυνομικά τμήματα.

Από την μεριά μας, οφείλουμε να κατανοήσουμε τα πλούσια εργαλεία που δίνει ο Δεκέμβρης και το πως οι αυθόρμητες εξεγέρσεις μπορούν να αποτελέσουν το ξεπέρασμα για την συνολικότερη κοινωνική επανάσταση και τον διαρκή αγώνα. Χρέος των κινημάτων, που οραματίζονται τον ριζοσπαστικό κοινωνικό μετασχηματισμό, είναι να βρουν τα κατάλληλα αναλυτικά εργαλεία που θα μπορούν να συνολικοποιούν τον αγώνα τους αποκομίζοντας εμπειρίες για την χάραξη ενός κοινού πολιτικά σχεδιασμού εμπλουτίζοντας τις κοινωνικές και ταξικές αντιστάσεις στο παρόν και στο μέλλον.

Πολιτική Συνέλευση για την Κοινωνική Χειραφέτηση